3,276,318
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δικλίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[κλίνω]]), αυτή που έχει [[δύο]] φύλλα, σανίδες, για πόρτες και πύλες· στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· [[σπανίως]] στον ενικ., σε Θεόκρ., Ανθ. | |lsmtext='''δικλίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[κλίνω]]), αυτή που έχει [[δύο]] φύλλα, σανίδες, για πόρτες και πύλες· στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· [[σπανίως]] στον ενικ., σε Θεόκρ., Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δικλίς:''' ίδος adj. f двустворчатая (πύλαι, θύραι Hom.).<br />ίδος ἡ двустворчатая дверь или ворота Theocr.; pl. Anth. | |||
}} | }} |