Anonymous

δικλίς: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δικλίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[κλίνω]]), αυτή που έχει [[δύο]] φύλλα, σανίδες, για πόρτες και πύλες· στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· [[σπανίως]] στον ενικ., σε Θεόκρ., Ανθ.
|lsmtext='''δικλίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[κλίνω]]), αυτή που έχει [[δύο]] φύλλα, σανίδες, για πόρτες και πύλες· στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· [[σπανίως]] στον ενικ., σε Θεόκρ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δικλίς:''' ίδος adj. f двустворчатая (πύλαι, θύραι Hom.).<br />ίδος ἡ двустворчатая дверь или ворота Theocr.; pl. Anth.
}}
}}