3,274,175
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τολμητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[τολμάω]], αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να τον τολμήσει· <i>ἔστ'ἐκείνῳ πάντα τολμητά</i>, όλα τα πράγματα είναι μέσα στα όρια της τόλμης του, σε Σοφ.· <i>ἐλπὶς τολμητή</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''τολμητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[τολμάω]], αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να τον τολμήσει· <i>ἔστ'ἐκείνῳ πάντα τολμητά</i>, όλα τα πράγματα είναι μέσα στα όρια της τόλμης του, σε Σοφ.· <i>ἐλπὶς τολμητή</i>, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τολμητός:''' дор. [[τολματός|τολμᾱτός]] 3 и 2 [adj. verb. к [[τολμάω]] отважно предпринимаемый (предпринятый): ἐλπὶς [[τολμητός]] Eur. надежда, состоящая в отваге; ἐκείνῳ πάντα τολμητά ἐστιν Soph. он способен (отважиться) на все. | |||
}} | }} |