μεγαλόφωνος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που διαθέτει δυνατή φωνη, σε Δημ.
|lsmtext='''μεγᾰλόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που διαθέτει δυνατή φωνη, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλόφωνος:''' <b class="num">1)</b> громогласный, обладающий громким голосом Arst.;<br /><b class="num">2)</b> крикливый, горланящий (μ. καὶ [[ἀναιδής]] Dem.);<br /><b class="num">3)</b> велеречивый, высокопарный ([[Πλάτων]] Plut.).
}}
}}