ἄμικτος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄμικτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που δεν είναι ανακατεμένος, αυτός που δεν αναμειγνύεται, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανόθευτος]], [[καθαρός]], [[αγνός]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν συναγελάζεται με άλλους (πρβλ. μιγῆναι, έχω κοινωνικές επαφές), [[ακοινώνητος]], [[απροσπέλαστος]], λέγεται για τους Κενταύρους και τους Κύκλωπες, σε Σοφ., Ευρ.· <i>ἀμ. τινι</i>, δεν έχω σχέσεις με άλλους, στον ίδ.· ομοίως χρησιμοποιείται για νόμους και έθιμα, ἄμ. [[νόμιμα]] τοῖς ἄλλοις, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τόπους, [[αφιλόξενος]], [[τραχύς]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄμικτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που δεν είναι ανακατεμένος, αυτός που δεν αναμειγνύεται, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανόθευτος]], [[καθαρός]], [[αγνός]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν συναγελάζεται με άλλους (πρβλ. μιγῆναι, έχω κοινωνικές επαφές), [[ακοινώνητος]], [[απροσπέλαστος]], λέγεται για τους Κενταύρους και τους Κύκλωπες, σε Σοφ., Ευρ.· <i>ἀμ. τινι</i>, δεν έχω σχέσεις με άλλους, στον ίδ.· ομοίως χρησιμοποιείται για νόμους και έθιμα, ἄμ. [[νόμιμα]] τοῖς ἄλλοις, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τόπους, [[αφιλόξενος]], [[τραχύς]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄμικτος:''' <b class="num">1)</b> беспримесный, чистый ([[βίος]], [[ἡδονή]] Plat.): ἄ. τινι Plat. свободный от примеси чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> неслитный, многоголосый ([[βοή]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> необщительный, нелюдимый, дикий (θηρῶν [[στρατός]] Soph.; [[ἀνήρ]] Eur.; [[θηρίον]] Dem.; ἡ τῆς πλεονεξίας [[ὑπόθεσις]] Plut.; γείτονες Luc.);<br /><b class="num">4)</b> негостеприимный, неласковый ([[αἶα]] Eur.; [[τόπος]] Isocr.);<br /><b class="num">5)</b> несоединимый, несовместимый, непримиримый (τοῖς ἄλλοις Thuc. и πρὸς ἄλληλα Plat.).
}}
}}