3,274,214
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀπωρινός:''' -ή, -όν ([[ὀπώρα]]), αυτός που λαμβάνει [[χώρα]] κατά την ύστερη περίοδο του καλοκαιριού, ἀστὴρ [[ὀπωρινός]], δηλ. ο [[Σείριος]] (πρβλ. [[ὀπώρα]] Ι), σε Όμηρ. (<i>ῐ</i> στην Αττ., <i>ῑ</i> στον Όμηρ. [[πριν]] από [[άλλη]] [[μακρά]] συλ.). | |lsmtext='''ὀπωρινός:''' -ή, -όν ([[ὀπώρα]]), αυτός που λαμβάνει [[χώρα]] κατά την ύστερη περίοδο του καλοκαιριού, ἀστὴρ [[ὀπωρινός]], δηλ. ο [[Σείριος]] (πρβλ. [[ὀπώρα]] Ι), σε Όμηρ. (<i>ῐ</i> στην Αττ., <i>ῑ</i> στον Όμηρ. [[πριν]] από [[άλλη]] [[μακρά]] συλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀπωρῐνός:''' (иногда ῑ) приходящийся на позднее лето ([[Βορέης]] Hom.; [[ὄμβρος]] Hes.): ἀστὴρ ὀ. Hom. = [[Σείριος]] (см. [[ὀπώρα]] 1). | |||
}} | }} |