Anonymous

ὀπωρινός: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀπωρινός]], -ή, -όν (Α) [[οπώρα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εποχή]] της οπώρας ή αυτός που γίνεται [[κατά]] την [[εποχή]] της οπώρας («[[μηδὲ]] μένειν τε οἶvov [[νέον]] καὶ ὀπωρινὸν ὄμβρον», <b>Ησίοδ.</b>).
|mltxt=[[ὀπωρινός]], -ή, -όν (Α) [[οπώρα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εποχή]] της οπώρας ή αυτός που γίνεται [[κατά]] την [[εποχή]] της οπώρας («[[μηδὲ]] μένειν τε οἶvov [[νέον]] καὶ ὀπωρινὸν ὄμβρον», <b>Ησίοδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀπωρινός:''' -ή, -όν ([[ὀπώρα]]), αυτός που λαμβάνει [[χώρα]] κατά την ύστερη περίοδο του καλοκαιριού, ἀστὴρ [[ὀπωρινός]], δηλ. ο [[Σείριος]] (πρβλ. [[ὀπώρα]] Ι), σε Όμηρ. (<i>ῐ</i> στην Αττ., <i>ῑ</i> στον Όμηρ. [[πριν]] από [[άλλη]] [[μακρά]] συλ.).
}}
}}