ἀπόκροτος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόκροτος:''' -ον ([[κροτέω]]), αυτός που έχει χτυπηθεί ή πατηθεί [[καλά]], [[συμπαγής]], λέγεται για [[έδαφος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀπόκροτος:''' -ον ([[κροτέω]]), αυτός που έχει χτυπηθεί ή πατηθεί [[καλά]], [[συμπαγής]], λέγεται για [[έδαφος]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόκροτος:''' твердый, плотный (γῆ Thuc., Plat.; [[χωρίον]] Xen.; ὁπλαί Plut.).
}}
}}