Anonymous

ἀπόκροτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπόκροτος]], -ον (Α) [[κρότος]]<br /><b>1.</b> (για [[έδαφος]]) αυτός που έχει πατηθεί καλά, [[στερεός]]<br /><b>2.</b> [[σκληρός]], [[τραχύς]]<br /><b>3.</b> [[πείσμων]].
|mltxt=[[ἀπόκροτος]], -ον (Α) [[κρότος]]<br /><b>1.</b> (για [[έδαφος]]) αυτός που έχει πατηθεί καλά, [[στερεός]]<br /><b>2.</b> [[σκληρός]], [[τραχύς]]<br /><b>3.</b> [[πείσμων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόκροτος:''' -ον ([[κροτέω]]), αυτός που έχει χτυπηθεί ή πατηθεί [[καλά]], [[συμπαγής]], λέγεται για [[έδαφος]], σε Θουκ.
}}
}}