διαστείχω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαστείχω:''' αόρ. βʹ <i>-έστῐχον</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[διέρχομαι]] ή [[διαβαίνω]], με αιτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πηγαίνω]], [[βαδίζω]] στον δρόμο μου, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''διαστείχω:''' αόρ. βʹ <i>-έστῐχον</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[διέρχομαι]] ή [[διαβαίνω]], με αιτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πηγαίνω]], [[βαδίζω]] στον δρόμο μου, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαστείχω:''' (aor. διέστιχον)<br /><b class="num">1)</b> проходить через или насквозь (πόλιν Eur.); δ. πλούτου Pind. жить в богатстве;<br /><b class="num">2)</b> идти, отправляться (μᾶλα νομεύειν Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> расхаживать, ходить (ὁ [[παῖς]] διαστείχων Anth.).
}}
}}