Anonymous

διαστείχω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαστείχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]], [[διαβαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διαστείχω]] πλούτου» — έχω άφθονα πλούτη.
|mltxt=[[διαστείχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]], [[διαβαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διαστείχω]] πλούτου» — έχω άφθονα πλούτη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαστείχω:''' αόρ. βʹ <i>-έστῐχον</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[διέρχομαι]] ή [[διαβαίνω]], με αιτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πηγαίνω]], [[βαδίζω]] στον δρόμο μου, σε Θεόκρ.
}}
}}