πίτυς: Difference between revisions

413 bytes added ,  31 December 2018
3b
(6)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πίτυς:''' [ῐ], -υος, ἡ, Επικ. δοτ. πληθ. [[πίτυσσιν]], [[πεύκο]], απολιθωμένο [[πεύκο]], σε Όμηρ.· παροιμ., <i>πίτυος τρόπον ἐκτρίβεσθαι</i>, καταστρέφομαι όπως το [[πεύκο]], δηλ. ολοσχερώς, [[καθώς]] το [[πεύκο]] όταν κοπεί δεν αναπτύσσεται [[ποτέ]] [[ξανά]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πίτυς:''' [ῐ], -υος, ἡ, Επικ. δοτ. πληθ. [[πίτυσσιν]], [[πεύκο]], απολιθωμένο [[πεύκο]], σε Όμηρ.· παροιμ., <i>πίτυος τρόπον ἐκτρίβεσθαι</i>, καταστρέφομαι όπως το [[πεύκο]], δηλ. ολοσχερώς, [[καθώς]] το [[πεύκο]] όταν κοπεί δεν αναπτύσσεται [[ποτέ]] [[ξανά]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πίτυς:''' υος ἡ (эп. dat. pl. [[πίτυσσιν]]) итальянская сосна, пиния ([[Pinus]] [[pinea]]) Hom. etc.: πίτυος τρόπον ἐκτρίψειν τινά погов. Her. истребить кого-л. как сосну, т. е. вместе со всем родом (так как срубленная сосна не дает побегов).
}}
}}