ἀνορύσσω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνορύσσω:''' Αττ. -ττω· μέλ. <i>-ξω</i>, Παθ. παρακ. <i>ἀνορώρυγμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ξεθάβω]] αυτό που είχε θαφτεί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀν. τάφον</i>, [[ανοίγω]], [[ανασκάπτω]], [[συλώ]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀνορύσσω:''' Αττ. -ττω· μέλ. <i>-ξω</i>, Παθ. παρακ. <i>ἀνορώρυγμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ξεθάβω]] αυτό που είχε θαφτεί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀν. τάφον</i>, [[ανοίγω]], [[ανασκάπτω]], [[συλώ]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνορύσσω:''' атт. [[ἀνορύττω]]<br /><b class="num">1)</b> выкапывать (ὀστέα Her.; ὑδρίας Arph.; [[νεκρόν]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> раскапывать, разры(ва)ть (τάφον Her., Isocr.).
}}
}}