εἶτα: Difference between revisions

562 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἶτα:''' επίρρ.,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για να [[δείξει]] χρονική [[ακολουθία]], [[μετά]], [[έπειτα]], Λατ. [[deinde]], [[πρῶτα]] μὲν..., [[εἶτα]]..., σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· [[σύντομα]], [[εντός]] ολίγου, στη [[στιγμή]], [[αμέσως]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για να [[δείξει]] [[αποτέλεσμα]]· κι έτσι, [[έπειτα]], γι' αυτό, ανάλογα, [[συνεπώς]], [[ιδίως]] χρησιμοποιείται σε ερωτήσεις ή αναφωνήσεις που εκφράζουν [[απορία]], [[έκπληξη]] ή σαρκασμό· κι [[έπειτα]]...; και [[λοιπόν]]...; <i>κᾆτ' οὐ δέχονται λιτάς;</i> σε Σοφ.· <i>εἶτ' οὐκ αἰσχύνεσθε;</i> σε Δημ.
|lsmtext='''εἶτα:''' επίρρ.,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για να [[δείξει]] χρονική [[ακολουθία]], [[μετά]], [[έπειτα]], Λατ. [[deinde]], [[πρῶτα]] μὲν..., [[εἶτα]]..., σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ.· [[σύντομα]], [[εντός]] ολίγου, στη [[στιγμή]], [[αμέσως]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για να [[δείξει]] [[αποτέλεσμα]]· κι έτσι, [[έπειτα]], γι' αυτό, ανάλογα, [[συνεπώς]], [[ιδίως]] χρησιμοποιείται σε ερωτήσεις ή αναφωνήσεις που εκφράζουν [[απορία]], [[έκπληξη]] ή σαρκασμό· κι [[έπειτα]]...; και [[λοιπόν]]...; <i>κᾆτ' οὐ δέχονται λιτάς;</i> σε Σοφ.· <i>εἶτ' οὐκ αἰσχύνεσθε;</i> σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἶτα:''' adv. потом, затем, далее, после ([[πρῶτον]] μὲν … εἶ. Thuc., Soph., Dem., Arst., Plut.): κᾆτ᾽ (= καὶ εἶ.) οὐ δέχονται λιτὰς [[ἔτι]] θεοί Soph. к тому же боги уже не внемлют молитвам; εἶ. τί ([[τοῦτο]]); Arph. ну и что же дальше?; εἶτ᾽ ἐσίγας; Arph. и ты все же молчал?; εἶτ᾽ οὐκ αἰσχύνεσθε; Dem. и вам после этого не стыдно?
}}
}}