παρίζω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρίζω:'''<b class="num">I.</b> [[κάθομαι]] δίπλα σε άλλον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[βάζω]] ή κάνω κάποιον να καθίσει δίπλα, <i>τινά τινι</i>, σε Ηρόδ. — Μέσ., <i>παρίζομαι</i>, [[καθίζω]] τον εαυτό μου ή [[κάθομαι]] δίπλα, στον ίδ., σε Βίωνα· αόρ. βʹ <i>παρ-εζόμην</i>, Επικ. προστ. <i>-εζεο</i>, σε Όμηρ.
|lsmtext='''παρίζω:'''<b class="num">I.</b> [[κάθομαι]] δίπλα σε άλλον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[βάζω]] ή κάνω κάποιον να καθίσει δίπλα, <i>τινά τινι</i>, σε Ηρόδ. — Μέσ., <i>παρίζομαι</i>, [[καθίζω]] τον εαυτό μου ή [[κάθομαι]] δίπλα, στον ίδ., σε Βίωνα· αόρ. βʹ <i>παρ-εζόμην</i>, Επικ. προστ. <i>-εζεο</i>, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρίζω:''' <b class="num">1)</b> садиться или сидеть рядом (τινί Hom., Her.);<br /><b class="num">2)</b> сажать рядом (τινά τινι Her.).
}}
}}