καλυπτός: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰλυπτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[καλύπτω]] II, αυτός που έχει τεθεί γύρω γύρω έτσι ώστε να καλύπτει, σε Σοφ.
|lsmtext='''κᾰλυπτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[καλύπτω]] II, αυτός που έχει τεθεί γύρω γύρω έτσι ώστε να καλύπτει, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰλυπτός:''' <b class="num">1)</b> закрытый, окутанный (φάρει Arph.);<br /><b class="num">2)</b> закрывающий, покрывающий: καλυπτὴ [[πιμελή]] Soph. обволакивающий (члены жертвенного животного) жир.
}}
}}