3,276,318
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰλυπτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[καλύπτω]] II, αυτός που έχει τεθεί γύρω γύρω έτσι ώστε να καλύπτει, σε Σοφ. | |lsmtext='''κᾰλυπτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[καλύπτω]] II, αυτός που έχει τεθεί γύρω γύρω έτσι ώστε να καλύπτει, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰλυπτός:''' <b class="num">1)</b> закрытый, окутанный (φάρει Arph.);<br /><b class="num">2)</b> закрывающий, покрывающий: καλυπτὴ [[πιμελή]] Soph. обволакивающий (члены жертвенного животного) жир. | |||
}} | }} |