διατρεπτικός: Difference between revisions

1b
(9)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διατρεπτικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[αποτρεπτικός]], μεταπειστικός («ἔστω και δοκείτω διατρεπτικὸς [[εἶναι]] [[λόγος]]», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[διατρεπτικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[αποτρεπτικός]], μεταπειστικός («ἔστω και δοκείτω διατρεπτικὸς [[εἶναι]] [[λόγος]]», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''διατρεπτικός:''' отклоняющий, отговаривающий, разубеждающий ([[λόγος]] Plut.).
}}
}}