δυσπερίληπτος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσπερίληπτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα μπορεί [[κάποιος]] να αγκαλιάσει, να κλείσει στην [[αγκαλιά]] του, σε Αριστ.
|lsmtext='''δυσπερίληπτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα μπορεί [[κάποιος]] να αγκαλιάσει, να κλείσει στην [[αγκαλιά]] του, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπερίληπτος:''' <b class="num">1)</b> который трудно охватить или окружить ([[πόλις]] τοῖς ἐναντίοις δ. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> с трудом исторгнутый (φιλήματα Anth.);<br /><b class="num">3)</b> затруднительный, трудный (ἡ τῶν πράξεων [[ἀνάληψις]] Diod.).
}}
}}