προσβοάομαι: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσβοάομαι:''' Ιων. αορ. αʹ <i>-εβωσάμην</i>, Μέσ., [[καλώ]] κάποιον, [[φωνάζω]], [[προσκαλώ]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προσβοάομαι:''' Ιων. αορ. αʹ <i>-εβωσάμην</i>, Μέσ., [[καλώ]] κάποιον, [[φωνάζω]], [[προσκαλώ]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσβοάομαι:''' звать к себе (τοὺς παριόντας Her.).
}}
}}