Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσβοάομαι

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

French (Bailly abrégé)

-βοῶμαι;
ao. 3ᵉ sg. ion. προσεβώσατο;
accueillir par des acclamations, acc..
Étymologie: πρός, βοάομαι.

Russian (Dvoretsky)

προσβοάομαι: звать к себе (τοὺς παριόντας Her.).

Greek (Liddell-Scott)

προσβοάομαι: Μέσ., καλῶ πρὸς ἐμαυτόν, προσκαλῶ, παριόντας προσεβώσατο Ἡρόδ. 6. 35.

Greek Monotonic

προσβοάομαι: Ιων. αορ. αʹ -εβωσάμην, Μέσ., καλώ κάποιον, φωνάζω, προσκαλώ, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ionic aor1 -εβωσάμην
Mid. to call to oneself, call in, Hdt.