3,273,773
edits
(12) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνθεαστικός]], -ή, -όν (AM) [[ενθεάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατέχεται και καθοδηγείται από [[θεία]] [[έμπνευση]], ενθουσιασμένος («ἐνθεαστικαὶ ψυχαί», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> (για [[ενόχληση]]) αυτός που οφείλεται στα [[νεύρα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνθεαστικῶς</i><br />με ένθεη [[μανία]], με ενθουσιασμό («ἐνθεαστικῶς ἐκραύγαζον», Μηναία). | |mltxt=[[ἐνθεαστικός]], -ή, -όν (AM) [[ενθεάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατέχεται και καθοδηγείται από [[θεία]] [[έμπνευση]], ενθουσιασμένος («ἐνθεαστικαὶ ψυχαί», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> (για [[ενόχληση]]) αυτός που οφείλεται στα [[νεύρα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνθεαστικῶς</i><br />με ένθεη [[μανία]], με ενθουσιασμό («ἐνθεαστικῶς ἐκραύγαζον», Μηναία). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνθεαστικός:''' (бого)вдохновенный Plat. | |||
}} | }} |