Anonymous

ἐνθεαστικός: Difference between revisions

From LSJ
2
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνθεαστικός]], -ή, -όν (AM) [[ενθεάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατέχεται και καθοδηγείται από [[θεία]] [[έμπνευση]], ενθουσιασμένος («ἐνθεαστικαὶ ψυχαί», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> (για [[ενόχληση]]) αυτός που οφείλεται στα [[νεύρα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνθεαστικῶς</i><br />με ένθεη [[μανία]], με ενθουσιασμό («ἐνθεαστικῶς ἐκραύγαζον», Μηναία).
|mltxt=[[ἐνθεαστικός]], -ή, -όν (AM) [[ενθεάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατέχεται και καθοδηγείται από [[θεία]] [[έμπνευση]], ενθουσιασμένος («ἐνθεαστικαὶ ψυχαί», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> (για [[ενόχληση]]) αυτός που οφείλεται στα [[νεύρα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνθεαστικῶς</i><br />με ένθεη [[μανία]], με ενθουσιασμό («ἐνθεαστικῶς ἐκραύγαζον», Μηναία).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνθεαστικός:''' (бого)вдохновенный Plat.
}}
}}