μονομάχος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονομάχος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μάχεται [[μόνος]] εναντίου μόνου, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[μονομάχος]], <i>ὁ</i>, [[επαγγελματίας]] [[μονομάχος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''μονομάχος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μάχεται [[μόνος]] εναντίου μόνου, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[μονομάχος]], <i>ὁ</i>, [[επαγγελματίας]] [[μονομάχος]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονομάχος:''' (ᾰ) сражающийся один на один, участвующий в единоборстве (προστάται Aesch.): μονομάχον ἐπὶ φρέν᾽ [[ἐλθεῖν]] Eur. придумать единоборство; μονομάχῳ [[δορί]] или μονομάχου δι᾽ ἀσπίδος Eur. в единоборстве.<br /><b class="num">II</b> ὁ единоборец, (у римлян) борец, гладиатор (лат. [[gladiator]]) Luc.
}}
}}