δυσώδινος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσώδῑνος:''' -ον ([[ὠδίν]]), αυτός που προξενεί ισχυρές [[ωδίνες]], πόνους ([[γέννας]]), σε Ανθ.
|lsmtext='''δυσώδῑνος:''' -ον ([[ὠδίν]]), αυτός που προξενεί ισχυρές [[ωδίνες]], πόνους ([[γέννας]]), σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσώδῑνος:''' крайне болезненный, мучительный ([[γενέθλη]] Anth.).
}}
}}