λοξός: Difference between revisions

566 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λοξός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> κεκλιμμένος, [[ελλειψοειδής]], [[πλάγιος]], Λατ. [[obliquus]], σε Ευρ.· <i>λοξὰ βαίνειν</i>, λέγεται για τον κάβουρα, σε Βάβρ.· ὁ λοξὸς [[κύκλος]], εκλειπτική, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ύποπτα βλέμματα, <i>λοξὸν ὁρᾶν</i>, [[στραβοκοιτάζω]], [[κοιτάζω]] με [[δυσπιστία]] ή [[υποψία]], Λατ. [[limis]] oculis, σε [[Σόλων]]· <i>λοξὰ βλ</i>., σε Θεόκρ.· <i>αὐχένα λοξὸν ἔχειν</i>, έχει αποστρέψει τον λαιμό του, δηλ. απέσυρε τη εύνοιά του, σε Τυρτ.· επίσης, stare capite obstipo του Ορατίου, σε Θέογν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τη [[γλώσσα]], [[πλάγιος]], [[αμφίβολος]], [[ασαφής]], [[σκοτεινός]], [[κυρίως]] σχετικά με χρησμούς, σε Λουκ.
|lsmtext='''λοξός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> κεκλιμμένος, [[ελλειψοειδής]], [[πλάγιος]], Λατ. [[obliquus]], σε Ευρ.· <i>λοξὰ βαίνειν</i>, λέγεται για τον κάβουρα, σε Βάβρ.· ὁ λοξὸς [[κύκλος]], εκλειπτική, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ύποπτα βλέμματα, <i>λοξὸν ὁρᾶν</i>, [[στραβοκοιτάζω]], [[κοιτάζω]] με [[δυσπιστία]] ή [[υποψία]], Λατ. [[limis]] oculis, σε [[Σόλων]]· <i>λοξὰ βλ</i>., σε Θεόκρ.· <i>αὐχένα λοξὸν ἔχειν</i>, έχει αποστρέψει τον λαιμό του, δηλ. απέσυρε τη εύνοιά του, σε Τυρτ.· επίσης, stare capite obstipo του Ορατίου, σε Θέογν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για τη [[γλώσσα]], [[πλάγιος]], [[αμφίβολος]], [[ασαφής]], [[σκοτεινός]], [[κυρίως]] σχετικά με χρησμούς, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''λοξός:''' <b class="num">1)</b> косой, наклонный (γραμμαί Eur.; ἡ τῶν ἀστέρων [[φορά]] Arst.): ὁ λ. [[κύκλος]] Arst. наклонный круговой путь (солнца), т. е. эклиптика;<br /><b class="num">2)</b> перен. косой, косящий (κόραι Anth.): λοξὰ βλέπειν Theocr. смотреть косо, т. е. враждебно;<br /><b class="num">3)</b> запутанный, туманный (λοξὰ ἀποκρίνεσθαι Luc.).
}}
}}