3,277,055
edits
(5) |
(3) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μέτρον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> αυτό δια του οποίου μετριέται, υπολογίζεται το οτιδήποτε:<br /><b class="num">1.</b> μέτρο σύγκρισης ή κανόνας, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄνδρα πάντων χρημάτων [[μέτρον]] [[εἶναι]], είναι το υπέρτατο μέτρο για όλα τα πράγματα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[μονάδα]] μέτρησης περιεχομένου, [[είτε]] στερεού [[είτε]] υγρού, δῶκεν [[μέθυ]], <i>[[χίλια]] [[μέτρα]]</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[εἴκοσι]] [[μέτρα]] ἀλφίτου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> αυτό που έχει ή μπορεί να μετρηθεί, το [[μήκος]], το [[μέγεθος]], <i>[[μέτρα]] κελεύθου</i>, το [[μήκος]] του δρόμου, σε Ομήρ. Οδ.· [[μέτρον]] [[ἑξήκοντα]] σταδίους, σε Θουκ.· [[μέτρον]] ἥβης, το πλήρες ως προς το μέτρο, δηλ. [[κορύφωση]], [[ακμή]], λέγεται για τη [[νεότητα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>[[μέτρα]] μορφῆς</i>, το [[μέγεθος]] και το [[σουλούπι]] κάποιου, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> το [[πρέπον]] μέτρο ή όριο, [[αναλογία]], <i>μέτραφυλάσσεσθαι</i>, σε Ησίοδ.· κατὰ [[μέτρον]], στον ίδ.· [[ὑπὲρ]] [[μέτρον]], σε Θέογν.· [[πλέον]] μέτρου, σε Πλάτ.· μέτρῳ = [[μετρίως]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> το μέτρο του στίχου, σε αντίθ. προς το [[μέλος]] ([[μελωδία]], [[αρμονία]]) και τον <i>ῥυθμόν</i> ([[χρόνος]], το [[τέμπο]] της μελωδίας), σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[στίχος]] ([[ποιητικός]]), σε Πλάτ. | |lsmtext='''μέτρον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> αυτό δια του οποίου μετριέται, υπολογίζεται το οτιδήποτε:<br /><b class="num">1.</b> μέτρο σύγκρισης ή κανόνας, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄνδρα πάντων χρημάτων [[μέτρον]] [[εἶναι]], είναι το υπέρτατο μέτρο για όλα τα πράγματα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[μονάδα]] μέτρησης περιεχομένου, [[είτε]] στερεού [[είτε]] υγρού, δῶκεν [[μέθυ]], <i>[[χίλια]] [[μέτρα]]</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[εἴκοσι]] [[μέτρα]] ἀλφίτου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> αυτό που έχει ή μπορεί να μετρηθεί, το [[μήκος]], το [[μέγεθος]], <i>[[μέτρα]] κελεύθου</i>, το [[μήκος]] του δρόμου, σε Ομήρ. Οδ.· [[μέτρον]] [[ἑξήκοντα]] σταδίους, σε Θουκ.· [[μέτρον]] ἥβης, το πλήρες ως προς το μέτρο, δηλ. [[κορύφωση]], [[ακμή]], λέγεται για τη [[νεότητα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>[[μέτρα]] μορφῆς</i>, το [[μέγεθος]] και το [[σουλούπι]] κάποιου, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> το [[πρέπον]] μέτρο ή όριο, [[αναλογία]], <i>μέτραφυλάσσεσθαι</i>, σε Ησίοδ.· κατὰ [[μέτρον]], στον ίδ.· [[ὑπὲρ]] [[μέτρον]], σε Θέογν.· [[πλέον]] μέτρου, σε Πλάτ.· μέτρῳ = [[μετρίως]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> το μέτρο του στίχου, σε αντίθ. προς το [[μέλος]] ([[μελωδία]], [[αρμονία]]) και τον <i>ῥυθμόν</i> ([[χρόνος]], το [[τέμπο]] της μελωδίας), σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[στίχος]] ([[ποιητικός]]), σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μέτρον:''' τό<b class="num">1)</b> мерило, измерительная линейка: μ. ἐν χερσὶν ἔχοντες Hom. с измерительной линейкой в руках;<br /><b class="num">2)</b> единица измерения, мера емкости ([[ὕδατος]] [[εἴκοσι]] μέτρα Hom.);<br /><b class="num">3)</b> мера, критерий (μ. οὐχ ἡ [[ψυχή]], ἀλλὰ ὁ [[νόμος]] Xen.; φησὶ - ὁ [[Πρωταγόρας]] - πάντων χρημάτων μ. ἄνθρωπον εἶναι Plat.);<br /><b class="num">4)</b> (преимущ. pl.) длина, протяжение или размеры, объем (μέτρα κελεύθου Hom.; [[εἰδέναι]] τὴν χώραν μέτρῳ καὶ τόπῳ Xen.): μέτρα θαλάσσης Hes. морские просторы; ὅρμου μ. Hom. обширный порт; μέτρα μορφῆς Eur. внешние очертания, внешность;<br /><b class="num">5)</b> (должная) мера, надлежащая степень: μέτρῳ Pind. и ἐν μέτρῳ или κατὰ τὸ μ. NT в меру; ἐκ μέτρου NT в меру, т. е. расчетливо; μέτρα φυλάσσεσθαι Hes. соблюдать (во всем) меру; μ. ἔχειν Plat. умерять;<br /><b class="num">6)</b> полная мера, высшая степень (κακότητος Soph.): μ. ἥβης Hom. расцвет молодости;<br /><b class="num">7)</b> стих. размер (τὸ [[μέλος]] καὶ ὁ ῥυθμὸς καὶ τὸ μ. Plat.; τὰ ἐν μέτρῳ πεποιημένα ἔπη Xen.);<br /><b class="num">8)</b> pl. стихи (τῶν μέτροιν ἀκοῦσαι Plat.). | |||
}} | }} |