ἀνακεφαλαιόω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακεφᾰλαιόω:''' ,μέλ. <i>-ώσω</i>, [[συνοψίζω]] ένα [[επιχείρημα]] — Παθ., συγκεφαλαιώνομαι, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀνακεφᾰλαιόω:''' ,μέλ. <i>-ώσω</i>, [[συνοψίζω]] ένα [[επιχείρημα]] — Παθ., συγκεφαλαιώνομαι, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακεφᾰλαιόω:''' <b class="num">1)</b> собирать вместе, объединять: ἐν τῷ λόγῳ τοῦτῳ ἀνακεφαλαιοῦσθαι NT содержаться в следующих словах;<br /><b class="num">2)</b> med. сводить воедино (ἀνακεφαλαιώσασθαι πρὸς ἀνάμνησιν Arst.).
}}
}}