ποιμήν: Difference between revisions

3b
(6)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποιμήν:''' -[[ένος]], ὁ, κλητ. [[ποιμήν]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ποιμένας]] ή [[βοσκός]], σε Όμηρ.· [[μετά]] τον Όμηρ., [[πάντοτε]] [[βοσκός]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[ποιμένας]] των ανθρώπων, λέγεται για τον Αγαμέμνονα, σε Όμηρ. κ.λπ.· γενικά, [[αρχηγός]], [[ηγέτης]], σε Σοφ., Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ποιμήν:''' -[[ένος]], ὁ, κλητ. [[ποιμήν]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ποιμένας]] ή [[βοσκός]], σε Όμηρ.· [[μετά]] τον Όμηρ., [[πάντοτε]] [[βοσκός]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[ποιμένας]] των ανθρώπων, λέγεται για τον Αγαμέμνονα, σε Όμηρ. κ.λπ.· γενικά, [[αρχηγός]], [[ηγέτης]], σε Σοφ., Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ποιμήν:''' ένος, дор. [[ποιμάν]] ὁ (voc. [[ποιμήν]])<br /><b class="num">1)</b> пастух Hom. etc.;<br /><b class="num">2)</b> овчар (βουκόλοι καὶ ποιμένες Eur.);<br /><b class="num">3)</b> перен. пастырь, предводитель, вождь (λαῶν Hom.; ναῶν ποιμένες Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> руководитель, наставник (ποιμένες πόλεως Plat.).
}}
}}