3,277,114
edits
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκάτακτος]], -ον (Α) [[κατάγνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σπάει, που δεν μπορεί να σπάσει, ο [[άθραυστος]], ο [[ατσάκιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει σπάσει. | |mltxt=[[ἀκάτακτος]], -ον (Α) [[κατάγνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σπάει, που δεν μπορεί να σπάσει, ο [[άθραυστος]], ο [[ατσάκιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει σπάσει. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκάτακτος:''' не ломающийся, неломкий (σώματα Arst.). | |||
}} | }} |