Anonymous

ἀκάτακτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκάτακτος]], -ον (Α) [[κατάγνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σπάει, που δεν μπορεί να σπάσει, ο [[άθραυστος]], ο [[ατσάκιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει σπάσει.
|mltxt=[[ἀκάτακτος]], -ον (Α) [[κατάγνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σπάει, που δεν μπορεί να σπάσει, ο [[άθραυστος]], ο [[ατσάκιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει σπάσει.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκάτακτος:''' не ломающийся, неломкий (σώματα Arst.).
}}
}}