3,277,306
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρή:''' Αιολ. χρῆ, απρόσ.· υποτ. [[χρῇ]], ευκτ. [[χρείη]], απαρ. <i>χρῆναι</i>, ποιητ. επίσης [[χρῆν]]· παρατ. [[ἐχρῆν]], επίσης [[χωρίς]] [[αύξηση]], [[χρῆν]], [[ακόμη]] και σε Αττ. ([[χράω]] Γ)·<br /><b class="num">I. 1.</b> είναι πεπρωμένο, αναγκαίο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἓν οὐδὲν [[ἴαμα]] [[ὅτι]] [[χρῆν]] προσφέροντας ὠφελεῖν, κανένα [[φάρμακο]] δεν ήταν σίγουρο ότι θα έκανε καλό, σε Θουκ.· με απαρ., πρέπει, είναι [[ανάγκη]] να, [[κάποιος]] πρέπει ή οφείλει να κάνει [[κάτι]], σε Όμηρ., Αττ.· [[συχνά]], όπως το Λατ. [[oportet]], με αιτ. προσ. και απαρ., αυτός που πρέπει να..., αρμόζει να..., είναι [[ανάγκη]] να..., ταιριάζει [[κάποιος]] να..., [[οὐδέ]] τί σε χρὴ νηλεὲς [[ἦτορ]] ἔχειν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[συχνά]] το απαρ. μπορεί να εννοηθεί από τα συμφραζόμενα, [[τίπτε]] μάχης ἀποπαύεαι; [[οὐδέ]] τί σε [[χρή]] (ενν. <i>ἀποπαύεσθαι</i>), [[γιατί]] έπαψες να μάχεσαι; [[γιατί]] δεν [[σου]] αρμόζει, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, [[ὅθι]] χρὴ πεζὸν ἐόντα (ενν. <i>μάρνασθαι</i>), σε Ομήρ. Οδ.· ἐπιπλεύσειέ τις ὡς [[χρή]] (ενν. <i>ἐπιπλεῦσαι</i>), σε Θουκ.· απόλ., ἐρεῖ τις, οὐ [[χρῆν]] (ενν. [[τοῦτο]] ποιεῖν), ἀλλὰ τί [[χρῆν]] εἴπατε·<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ., [[οὐδέ]] τί σε χρὴ ἀφροσύνης, δεν έχεις [[ανάγκη]] αφροσύνης, δηλ. δεν [[σου]] ταιριάζει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μυθήσεαι]] ὅττεό (δηλ. [[ὅτου]]) σε [[χρή]], θα πει ότι έχεις [[ανάγκη]] από, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> μερικές φορές με λιγότερο ισχυρή [[σημασία]], πῶςχρὴ [[τοῦτο]] περᾶσαι; πώς είναι δυνατό να περάσει [[κάποιος]] μέσα από αυτό; σε Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> τὸ [[χρῆν]] (απαρ.), [[χρεών]], πεπρωμένο, [[μοίρα]], σε Ευρ. | |lsmtext='''χρή:''' Αιολ. χρῆ, απρόσ.· υποτ. [[χρῇ]], ευκτ. [[χρείη]], απαρ. <i>χρῆναι</i>, ποιητ. επίσης [[χρῆν]]· παρατ. [[ἐχρῆν]], επίσης [[χωρίς]] [[αύξηση]], [[χρῆν]], [[ακόμη]] και σε Αττ. ([[χράω]] Γ)·<br /><b class="num">I. 1.</b> είναι πεπρωμένο, αναγκαίο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἓν οὐδὲν [[ἴαμα]] [[ὅτι]] [[χρῆν]] προσφέροντας ὠφελεῖν, κανένα [[φάρμακο]] δεν ήταν σίγουρο ότι θα έκανε καλό, σε Θουκ.· με απαρ., πρέπει, είναι [[ανάγκη]] να, [[κάποιος]] πρέπει ή οφείλει να κάνει [[κάτι]], σε Όμηρ., Αττ.· [[συχνά]], όπως το Λατ. [[oportet]], με αιτ. προσ. και απαρ., αυτός που πρέπει να..., αρμόζει να..., είναι [[ανάγκη]] να..., ταιριάζει [[κάποιος]] να..., [[οὐδέ]] τί σε χρὴ νηλεὲς [[ἦτορ]] ἔχειν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[συχνά]] το απαρ. μπορεί να εννοηθεί από τα συμφραζόμενα, [[τίπτε]] μάχης ἀποπαύεαι; [[οὐδέ]] τί σε [[χρή]] (ενν. <i>ἀποπαύεσθαι</i>), [[γιατί]] έπαψες να μάχεσαι; [[γιατί]] δεν [[σου]] αρμόζει, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, [[ὅθι]] χρὴ πεζὸν ἐόντα (ενν. <i>μάρνασθαι</i>), σε Ομήρ. Οδ.· ἐπιπλεύσειέ τις ὡς [[χρή]] (ενν. <i>ἐπιπλεῦσαι</i>), σε Θουκ.· απόλ., ἐρεῖ τις, οὐ [[χρῆν]] (ενν. [[τοῦτο]] ποιεῖν), ἀλλὰ τί [[χρῆν]] εἴπατε·<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ., [[οὐδέ]] τί σε χρὴ ἀφροσύνης, δεν έχεις [[ανάγκη]] αφροσύνης, δηλ. δεν [[σου]] ταιριάζει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μυθήσεαι]] ὅττεό (δηλ. [[ὅτου]]) σε [[χρή]], θα πει ότι έχεις [[ανάγκη]] από, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> μερικές φορές με λιγότερο ισχυρή [[σημασία]], πῶςχρὴ [[τοῦτο]] περᾶσαι; πώς είναι δυνατό να περάσει [[κάποιος]] μέσα από αυτό; σε Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> τὸ [[χρῆν]] (απαρ.), [[χρεών]], πεπρωμένο, [[μοίρα]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρή:''' impers. [[χράω]] IV] (impf. [[ἐχρῆν]] и [[χρῆν]]; conjct. [[χρῇ]], opt. [[χρείη]]; inf. χρῆναι и [[χρῆν]]) нужно, необходимо, должно, следует ([[ἔπος]] τινὸς εἰρύσσασθαι Hom.; ποιεῖν τι Plat.): τί χ. με στέγειν ἢ τί λέγειν; Soph. что мне скрыть и что сказать?; [[χρῆν]] γὰρ Κανδαύλῃ [[γενέσθαι]] [[κακῶς]] Her. ибо Кандавлу суждено было плохо кончить; [[πῶς]] [[τοῦτο]] περᾶσαι χ. τὸ [[κακόν]]; Theocr. как справиться с этой бедой?; τί με χ. αἴνου; Hom. к чему мне хвалить?; οὔ σε χ. αἰδοῦς Hom. тебе нечего стыдиться - см. тж. [[χρῆν]]. | |||
}} | }} |