παφλάζω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παφλάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[αναβράζω]], [[θορυβώ]], [[κοχλάζω]], λέγεται για τον οργισμένο Κλέωνα (απ' όπου καλείται [[Παφλαγών]]), σε Αριστοφ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
|lsmtext='''παφλάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[αναβράζω]], [[θορυβώ]], [[κοχλάζω]], λέγεται για τον οργισμένο Κλέωνα (απ' όπου καλείται [[Παφλαγών]]), σε Αριστοφ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
{{elru
|elrutext='''παφλάζω:''' бурлить, клокотать (κύματα παφλάζοντα Hom.): παφλάζων καὶ κεκραγώς Arph. кипящий (от злобы) и орущий.
}}
}}