Anonymous

παφλάζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, αιολ. τ. παφλάσδω Α<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[νερό]] που τρέχει ορμητικά και για τα κύματα της θάλασσας, ιδιαίτερα γι' αυτά που σπάνε στα βράχια ή στην [[ακτή]]) ηχώ όπως το [[νερό]] που βράζει, που κοχλάζει<br /><b>2.</b> (για [[υγρό]] ή [[φαγητό]] που θερμαινόμενο έχει φθάσει στο [[στάδιο]] του βρασμού) [[κοχλάζω]], [[βράζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> (για την [[καρδιά]]) [[χτυπώ]] [[δυνατά]] από [[πάθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τραυλίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φυσώ]] με θόρυβο, [[ξεφυσώ]] [[δυνατά]] κάνοντας θόρυβο<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φαφλατίζω]], [[σαλιαρίζω]], [[κομπάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[παφλάζω]] έχει σχηματιστεί από ένα εκφραστικό θ., που [[είναι]] [[προϊόν]] ονοματοποιίας και εμφανίζει επιτατ. αναδιπλασιαμό (<b>πρβλ.</b> <i>βα</i>-[[βράζω]], <i>κα</i>-<i>κχάζω</i>, <i>κα</i>-[[χλάζω]] / [[κοχλάζω]]). Παρ' όλο που ο [[φωνηεντισμός]] του θ. του <i>πα</i>-<i>φλά</i>-<i>ζω</i> θα επέτρεπε πιθ. την [[ένταξη]] του σε μια [[οικογένεια]] ΙΕ λ. (<b>βλ. λ.</b> [[φλέω]], [[φλύω]]), η ετυμολ. του ρ. παραμένει αβέβαιη].
|mltxt=ΝΜΑ, αιολ. τ. παφλάσδω Α<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[νερό]] που τρέχει ορμητικά και για τα κύματα της θάλασσας, ιδιαίτερα γι' αυτά που σπάνε στα βράχια ή στην [[ακτή]]) ηχώ όπως το [[νερό]] που βράζει, που κοχλάζει<br /><b>2.</b> (για [[υγρό]] ή [[φαγητό]] που θερμαινόμενο έχει φθάσει στο [[στάδιο]] του βρασμού) [[κοχλάζω]], [[βράζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> (για την [[καρδιά]]) [[χτυπώ]] [[δυνατά]] από [[πάθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τραυλίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φυσώ]] με θόρυβο, [[ξεφυσώ]] [[δυνατά]] κάνοντας θόρυβο<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φαφλατίζω]], [[σαλιαρίζω]], [[κομπάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[παφλάζω]] έχει σχηματιστεί από ένα εκφραστικό θ., που [[είναι]] [[προϊόν]] ονοματοποιίας και εμφανίζει επιτατ. αναδιπλασιαμό (<b>πρβλ.</b> <i>βα</i>-[[βράζω]], <i>κα</i>-<i>κχάζω</i>, <i>κα</i>-[[χλάζω]] / [[κοχλάζω]]). Παρ' όλο που ο [[φωνηεντισμός]] του θ. του <i>πα</i>-<i>φλά</i>-<i>ζω</i> θα επέτρεπε πιθ. την [[ένταξη]] του σε μια [[οικογένεια]] ΙΕ λ. (<b>βλ. λ.</b> [[φλέω]], [[φλύω]]), η ετυμολ. του ρ. παραμένει αβέβαιη].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παφλάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[αναβράζω]], [[θορυβώ]], [[κοχλάζω]], λέγεται για τον οργισμένο Κλέωνα (απ' όπου καλείται [[Παφλαγών]]), σε Αριστοφ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
}}