3,277,048
edits
(6) |
(4) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύμβολον:''' τό ([[συμβάλλω]] III)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σημάδι]] ή [[τεκμήριο]] μέσω του οποίου [[κάποιος]] καταλήγει σ' ένα [[συμπέρασμα]], σε Τραγ.· λαμπάδος τὸ [[σύμβολον]], [[σημάδι]] πυρσού που έχει ανάψει [[κατόπιν]] προσυμφωνίας ως [[σινιάλο]], [[φρυκτωρία]], σε Αισχύλ.· [[συχνά]] στον πληθ. λέγεται για τα χαρακτηριστικά σημάδια του σώματος, σε Ευρ.· επίσης, λέγεται για οιωνούς, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[υποθήκη]] ή [[ενέχυρο]] που οριζόταν για την [[εξασφάλιση]] χρηματικής απαίτησης από [[δάνειο]], σε Λυσ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ., όμοια, μισά, Λατ. tesserae hospitales, δηλ. τα [[δύο]] μισά αστραγάλου ([[κότσι]]) ή νομίσματος, τα οποία [[δύο]] πρόσωπα συνδεδεμένα [[μεταξύ]] τους, [[είτε]] με δεσμούς φιλοξενίας [[είτε]] ερχόμενα σε [[συμφωνία]] χώριζαν στη [[μέση]] και ο [[καθένας]] έφερε μαζί του το ένα μισό ως [[σημάδι]] αναγνώρισης, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> στην Αθήνα, ειδικό χρεωστικό [[σημείωμα]], [[σύμβολο]] που δήλωνε [[γραμμάτιο]], [[πινάκιο]], όπως αυτά που λάμβαναν οι δικαστές με την είσοδό τους στο δικαστήριο και που επιδεικνύοντάς τα λάμβαναν την [[αμοιβή]] τους, σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> [[δικαίωμα]] ή [[άδεια]] εγκατάστασης που δινόταν στους ξένους, σε Αριστοφ.· συμβολική [[απόδειξη]] που έδινε [[καθένας]] που συμμετείχε σε κοινό [[συμπόσιο]], το οποίο του επιστρεφόταν στο [[τέλος]] του συμποσίου για την [[πληρωμή]] (πρβλ. [[συμβολή]] IV), στον ίδ.<br /><b class="num">6.</b> στους Εκκλησ. συγγραφείς, χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] των Χριστιανών, [[ομολογία]] πίστεως, το Σύμβολον της Πίστεως, Λατ. [[symbolum]].<br /><b class="num">II.</b> στη νομική [[ορολογία]], <i>σύμβολα</i> ονομάζονταν οι συνθήκες [[μεταξύ]] [[δύο]] [[πόλεων]] με [[περιεχόμενο]] την αμοιβαία [[προστασία]] του εμπορίου, σε Δημ. κ.λπ.· <i>σύμβολα ποιεῖσθαι πρὸς πόλιν</i>, [[συνάπτω]] εμπορική [[συμφωνία]] με [[μία]] πόλη, <i>τὰ σύμβολα συγχέειν</i>, [[παραβιάζω]] [[συνθήκη]] [[αυτού]] του είδους, στον ίδ. | |lsmtext='''σύμβολον:''' τό ([[συμβάλλω]] III)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σημάδι]] ή [[τεκμήριο]] μέσω του οποίου [[κάποιος]] καταλήγει σ' ένα [[συμπέρασμα]], σε Τραγ.· λαμπάδος τὸ [[σύμβολον]], [[σημάδι]] πυρσού που έχει ανάψει [[κατόπιν]] προσυμφωνίας ως [[σινιάλο]], [[φρυκτωρία]], σε Αισχύλ.· [[συχνά]] στον πληθ. λέγεται για τα χαρακτηριστικά σημάδια του σώματος, σε Ευρ.· επίσης, λέγεται για οιωνούς, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[υποθήκη]] ή [[ενέχυρο]] που οριζόταν για την [[εξασφάλιση]] χρηματικής απαίτησης από [[δάνειο]], σε Λυσ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ., όμοια, μισά, Λατ. tesserae hospitales, δηλ. τα [[δύο]] μισά αστραγάλου ([[κότσι]]) ή νομίσματος, τα οποία [[δύο]] πρόσωπα συνδεδεμένα [[μεταξύ]] τους, [[είτε]] με δεσμούς φιλοξενίας [[είτε]] ερχόμενα σε [[συμφωνία]] χώριζαν στη [[μέση]] και ο [[καθένας]] έφερε μαζί του το ένα μισό ως [[σημάδι]] αναγνώρισης, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> στην Αθήνα, ειδικό χρεωστικό [[σημείωμα]], [[σύμβολο]] που δήλωνε [[γραμμάτιο]], [[πινάκιο]], όπως αυτά που λάμβαναν οι δικαστές με την είσοδό τους στο δικαστήριο και που επιδεικνύοντάς τα λάμβαναν την [[αμοιβή]] τους, σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> [[δικαίωμα]] ή [[άδεια]] εγκατάστασης που δινόταν στους ξένους, σε Αριστοφ.· συμβολική [[απόδειξη]] που έδινε [[καθένας]] που συμμετείχε σε κοινό [[συμπόσιο]], το οποίο του επιστρεφόταν στο [[τέλος]] του συμποσίου για την [[πληρωμή]] (πρβλ. [[συμβολή]] IV), στον ίδ.<br /><b class="num">6.</b> στους Εκκλησ. συγγραφείς, χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] των Χριστιανών, [[ομολογία]] πίστεως, το Σύμβολον της Πίστεως, Λατ. [[symbolum]].<br /><b class="num">II.</b> στη νομική [[ορολογία]], <i>σύμβολα</i> ονομάζονταν οι συνθήκες [[μεταξύ]] [[δύο]] [[πόλεων]] με [[περιεχόμενο]] την αμοιβαία [[προστασία]] του εμπορίου, σε Δημ. κ.λπ.· <i>σύμβολα ποιεῖσθαι πρὸς πόλιν</i>, [[συνάπτω]] εμπορική [[συμφωνία]] με [[μία]] πόλη, <i>τὰ σύμβολα συγχέειν</i>, [[παραβιάζω]] [[συνθήκη]] [[αυτού]] του είδους, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύμβολον:''' τό<b class="num">1)</b> (условный) знак, сигнал: λαμπάδος σ. Aesch. сигнальный огонь; τῆς ἐπιχειρήσεως σ. Plut. сигнал к атаке;<br /><b class="num">2)</b> внешний знак, признак (λύπης Soph.);<br /><b class="num">3)</b> примета, предзнаменование, знамение: ξύμβολα [[δεξιά]] Aesch. счастливые предзнаменования;<br /><b class="num">4)</b> намек: [[μανθάνω]] τὸ σ. Eur. я понимаю этот намек;<br /><b class="num">5)</b> знак достоинства: τὰ σύμβολα τῆς βασιλείας Plut. царские регалии;<br /><b class="num">6)</b> эмблема, символ (εἰράνας καὶ πολέμου Anth.);<br /><b class="num">7)</b> знак, залог: τὸν δακτύλιόν τινι [[δοῦναι]], σ. [[φιλίας]] Plat. дать кому-л. перстень в знак дружбы;<br /><b class="num">8)</b> pl. знаки взаимной дружбы (половинки переломленного предмета - монеты и т. п. - которыми обменивалась заключившие между собой союз гостеприимства - ξένοι - и по предъявлении которых одна сторона оказывала гостеприимство родственникам или друзьям другой) Her., Plat., Arst.: [[ἕτοιμος]] ξένοις πέμπειν ξύμβολ᾽, οἵ δράσουσί σ᾽ εὖ Eur. я готов послать знаки дружбы (т. е. рекомендовать тебя) друзьям, чтобы они оказали тебе гостеприимство;<br /><b class="num">9)</b> pl. опознавательные знаки (удостоверяющие личность) Eur., Xen.;<br /><b class="num">10)</b> жетон, марка (которые вручались участникам судебных или других заседаний и по предъявлении которых это участие оплачивалось) Arph., Dem.;<br /><b class="num">11)</b> разрешение на въезд, виза (σ. ἐπιβαλεῖν τινι Arph.);<br /><b class="num">12)</b> пароль (sc. στρατοῦ Eur.);<br /><b class="num">13)</b> символическое изречение, иносказание (τὰ Πυθαγόρου σύμβολα Plut.);<br /><b class="num">14)</b> (международный) договор о судебно-торговой экстерриториальности (обусловливающий право или обязанность индивидуальных контрагентов судиться по законам своей страны) Xen., Arst., Dem. | |||
}} | }} |