Anonymous

σύμβολον: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σύμβολο]].
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σύμβολο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύμβολον:''' τό ([[συμβάλλω]] III)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σημάδι]] ή [[τεκμήριο]] μέσω του οποίου [[κάποιος]] καταλήγει σ' ένα [[συμπέρασμα]], σε Τραγ.· λαμπάδος τὸ [[σύμβολον]], [[σημάδι]] πυρσού που έχει ανάψει [[κατόπιν]] προσυμφωνίας ως [[σινιάλο]], [[φρυκτωρία]], σε Αισχύλ.· [[συχνά]] στον πληθ. λέγεται για τα χαρακτηριστικά σημάδια του σώματος, σε Ευρ.· επίσης, λέγεται για οιωνούς, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[υποθήκη]] ή [[ενέχυρο]] που οριζόταν για την [[εξασφάλιση]] χρηματικής απαίτησης από [[δάνειο]], σε Λυσ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ., όμοια, μισά, Λατ. tesserae hospitales, δηλ. τα [[δύο]] μισά αστραγάλου ([[κότσι]]) ή νομίσματος, τα οποία [[δύο]] πρόσωπα συνδεδεμένα [[μεταξύ]] τους, [[είτε]] με δεσμούς φιλοξενίας [[είτε]] ερχόμενα σε [[συμφωνία]] χώριζαν στη [[μέση]] και ο [[καθένας]] έφερε μαζί του το ένα μισό ως [[σημάδι]] αναγνώρισης, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> στην Αθήνα, ειδικό χρεωστικό [[σημείωμα]], [[σύμβολο]] που δήλωνε [[γραμμάτιο]], [[πινάκιο]], όπως αυτά που λάμβαναν οι δικαστές με την είσοδό τους στο δικαστήριο και που επιδεικνύοντάς τα λάμβαναν την [[αμοιβή]] τους, σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> [[δικαίωμα]] ή [[άδεια]] εγκατάστασης που δινόταν στους ξένους, σε Αριστοφ.· συμβολική [[απόδειξη]] που έδινε [[καθένας]] που συμμετείχε σε κοινό [[συμπόσιο]], το οποίο του επιστρεφόταν στο [[τέλος]] του συμποσίου για την [[πληρωμή]] (πρβλ. [[συμβολή]] IV), στον ίδ.<br /><b class="num">6.</b> στους Εκκλησ. συγγραφείς, χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] των Χριστιανών, [[ομολογία]] πίστεως, το Σύμβολον της Πίστεως, Λατ. [[symbolum]].<br /><b class="num">II.</b> στη νομική [[ορολογία]], <i>σύμβολα</i> ονομάζονταν οι συνθήκες [[μεταξύ]] [[δύο]] [[πόλεων]] με [[περιεχόμενο]] την αμοιβαία [[προστασία]] του εμπορίου, σε Δημ. κ.λπ.· <i>σύμβολα ποιεῖσθαι πρὸς πόλιν</i>, [[συνάπτω]] εμπορική [[συμφωνία]] με [[μία]] πόλη, <i>τὰ σύμβολα συγχέειν</i>, [[παραβιάζω]] [[συνθήκη]] [[αυτού]] του είδους, στον ίδ.
}}
}}