πελιδνόομαι: Difference between revisions

nl
(6_20)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πελιδνόομαι''': παθ. = [[πελιαίνομαι]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 840, Ἀριστ. Προβλ. 8, 1.
|lstext='''πελιδνόομαι''': παθ. = [[πελιαίνομαι]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 840, Ἀριστ. Προβλ. 8, 1.
}}
{{elnl
|elnltext=πελιδνόομαι [πελιδνός] (donker) verkleuren, loodgrijs of blauwzwart worden.
}}
}}