πελιδνόομαι
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
Pass., = πελιαίνομαι, Hp. Art.86, Arist. Pr.887b13.
Russian (Dvoretsky)
πελιδνόομαι: синеть или чернеть (ἡ σὰρξ πελιδνοῦται Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πελιδνόομαι: παθ. = πελιαίνομαι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 840, Ἀριστ. Προβλ. 8, 1.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πελιδνόομαι [πελιδνός] (donker) verkleuren, loodgrijs of blauwzwart worden.