3,277,121
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καθοράω:''' Ιων. κατ-· παρατ. [[καθεώρων]], Ιων. γʹ ενικ. [[κατώρα]]· παρακ. <i>καθεόρακα</i>· επίσης από √<i>ΟΤΤ</i>, μέλ. [[κατόψομαι]], παρακ. <i>κατῶμμαι</i>, αόρ. αʹ <i>κατώφθην</i>· για τον αόρ. βʹ, βλ. [[κατεῖδον]]·<br /><b class="num">I.</b> [[κοιτάζω]] προς τα [[κάτω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ., [[κοιτάζω]] προς τα [[κάτω]], είμαι πάνω από [[κάτι]] και [[κοιτάζω]] προς τα [[κάτω]], ὁπόσους [[ἠέλιος]] καθορᾷ, σε Θέογν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[βλέπω]] [[κάτι]] ευκρινώς, [[αντιλαμβάνομαι]], [[κατανοώ]], [[διακρίνω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[βλέπω]], [[παρατηρώ]], σε Πίνδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[ερευνώ]], [[εξετάζω]], <i>τὰ ἄλλα</i>, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''καθοράω:''' Ιων. κατ-· παρατ. [[καθεώρων]], Ιων. γʹ ενικ. [[κατώρα]]· παρακ. <i>καθεόρακα</i>· επίσης από √<i>ΟΤΤ</i>, μέλ. [[κατόψομαι]], παρακ. <i>κατῶμμαι</i>, αόρ. αʹ <i>κατώφθην</i>· για τον αόρ. βʹ, βλ. [[κατεῖδον]]·<br /><b class="num">I.</b> [[κοιτάζω]] προς τα [[κάτω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ., [[κοιτάζω]] προς τα [[κάτω]], είμαι πάνω από [[κάτι]] και [[κοιτάζω]] προς τα [[κάτω]], ὁπόσους [[ἠέλιος]] καθορᾷ, σε Θέογν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[βλέπω]] [[κάτι]] ευκρινώς, [[αντιλαμβάνομαι]], [[κατανοώ]], [[διακρίνω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[βλέπω]], [[παρατηρώ]], σε Πίνδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[ερευνώ]], [[εξετάζω]], <i>τὰ ἄλλα</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καθ-οράω, Ion. κατοράω, Ion. imperf. κατώρων naar beneden kijken, neerzien:; ἐξ Ἴδης καθορῶν vanaf de Ida neerziend Il. 11.337; κατορῶν ἐπὶ τῆς ἠϊόνος uitziend over het strand Hdt. 7.44; ook med.: καθορώμενος αἶαν neerziend op de aarde Il. 13.4. goed bekijken, waarnemen, met acc.:; τὰ ἄλλα κατοψομένους om de rest goed te bekijken Hdt. 3.17.2; overdr. opmerken, doorzien:. φρένα Δίαν καθορᾶν de gedachten van Zeus doorzien Aeschl. Suppl. 1058; ἵν ’ ἃ πανουργεῖς μὴ καθορᾷ σου opdat hij jouw schurkenstreken niet opmerkt Aristoph. Eq. 803. | |||
}} | }} |