στρατηλάτης: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στρᾰτηλάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἐλαύνω]]), αυτός που οδηγεί το [[στράτευμα]], [[στρατηγός]], [[διοικητής]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για ναύαρχο, [[στρατηλάτης]] [[νεῶν]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''στρᾰτηλάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἐλαύνω]]), αυτός που οδηγεί το [[στράτευμα]], [[στρατηγός]], [[διοικητής]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για ναύαρχο, [[στρατηλάτης]] [[νεῶν]], σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=στρατηλάτης -ου, ὁ [στρατός, ἐλαύνω] Dor. gen. plur. στρατηλατᾶν Eur. Or. 970, legeraanvoerder;. σ. νεῶν bevelhebber van de schepen, admiraal Aeschl. Eum. 637.
}}
}}