παρθένιον: Difference between revisions

nl
(31)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] κλαβικυμβάλου στην Αγγλία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κορίτσι]], [[κοριτσόπουλο]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] ελιξίνη<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[λινόζωστις]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] άλλου φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρθένος]]. Τα φυτά ονομάστηκαν [[έτσι]] λόγω τών ευεργετικών ιδιοτήτων τους σε γυναικολογικές παθήσεις].
|mltxt=το, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] κλαβικυμβάλου στην Αγγλία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κορίτσι]], [[κοριτσόπουλο]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] ελιξίνη<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[λινόζωστις]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] άλλου φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρθένος]]. Τα φυτά ονομάστηκαν [[έτσι]] λόγω τών ευεργετικών ιδιοτήτων τους σε γυναικολογικές παθήσεις].
}}
{{elnl
|elnltext=παρθένιον -ου, τό [παρθένος] moederkruid.
}}
}}