Anonymous

παρθένιον: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_21)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρθένιον''': τό, [[φυτόν]] τι, = ἐλξίνη, κοινῶς «παρθενοῦδι», Ἱππ. 877F, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 2, Νικ. Θ. 863. ΙΙ. [[παρθένια]], τά, ἴδε ἐν τῇ λέξει.
|lstext='''παρθένιον''': τό, [[φυτόν]] τι, = ἐλξίνη, κοινῶς «παρθενοῦδι», Ἱππ. 877F, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 2, Νικ. Θ. 863. ΙΙ. [[παρθένια]], τά, ἴδε ἐν τῇ λέξει.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] κλαβικυμβάλου στην Αγγλία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κορίτσι]], [[κοριτσόπουλο]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] ελιξίνη<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[λινόζωστις]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] άλλου φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρθένος]]. Τα φυτά ονομάστηκαν [[έτσι]] λόγω τών ευεργετικών ιδιοτήτων τους σε γυναικολογικές παθήσεις].
}}
}}