3,254,058
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στενακτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός για τον οποίο πρέπει να αναστενάζει [[κάποιος]], αυτός που αποτελεί την [[αιτία]] για να αναστενάξει, να λυπηθεί [[κάποιος]], [[αξιοθρήνητος]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[θρηνητικός]], [[θλιβερός]], σε Ευρ. | |lsmtext='''στενακτός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός για τον οποίο πρέπει να αναστενάζει [[κάποιος]], αυτός που αποτελεί την [[αιτία]] για να αναστενάξει, να λυπηθεί [[κάποιος]], [[αξιοθρήνητος]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[θρηνητικός]], [[θλιβερός]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στενακτός -ή -όν pass. te beklagen, beklagenswaardig. ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτός de man is niet beklagenwaardig Soph. OC 1663; σ. ἄτα jammerlijk onheil Eur. HF 917. act. jammerend, klagend. σ. ἰαχά een klagelijke jammerkreet Eur. Phoen. 1302 ( lyr. ). | |||
}} | }} |