προσέλεκτο: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσέλεκτο:''' γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του [[προσλέγω]].
|lsmtext='''προσέλεκτο:''' γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του [[προσλέγω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσέλεκτο aor. 3 sing. van προσλέχομαι.<br />προσέλεκτο ep. aor. van προσλέχομαι.
}}
}}