προσέλεκτο
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
French (Bailly abrégé)
v. προσλέγομαι.
Greek Monotonic
προσέλεκτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του προσλέγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσέλεκτο aor. 3 sing. van προσλέχομαι.
προσέλεκτο ep. aor. van προσλέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
προσέλεκτο: эп. 3 л. sing. aor. 2 к προσλέγομαι.