πολύκρανος: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύκρᾱνος:''' -ον ([[κρανίον]]), αυτός που έχει [[πολλά]] κεφάλια, σε Ευρ.
|lsmtext='''πολύκρᾱνος:''' -ον ([[κρανίον]]), αυτός που έχει [[πολλά]] κεφάλια, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύκρᾱνος -ον [πολύς, κρανίον] veelkoppig.
}}
}}