πολυκέφαλος: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῠκέφᾰλος:''' -ον ([[κεφαλή]]), αυτός που έχει [[πολλά]] κεφάλια, [[πολυκέφαλος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''πολῠκέφᾰλος:''' -ον ([[κεφαλή]]), αυτός που έχει [[πολλά]] κεφάλια, [[πολυκέφαλος]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυκέφαλος -ον [πολύς, κεφαλή] veelkoppig:. πολυκέφαλα ζῷα veelkoppige wezens Luc. 13.3.
}}
}}