3,254,032
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολῠκέφᾰλος:''' -ον ([[κεφαλή]]), αυτός που έχει [[πολλά]] κεφάλια, [[πολυκέφαλος]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''πολῠκέφᾰλος:''' -ον ([[κεφαλή]]), αυτός που έχει [[πολλά]] κεφάλια, [[πολυκέφαλος]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολυκέφαλος -ον [πολύς, κεφαλή] veelkoppig:. πολυκέφαλα ζῷα veelkoppige wezens Luc. 13.3. | |||
}} | }} |