κνήθω: Difference between revisions

314 bytes added ,  31 December 2018
nl
(5)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κνήθω:''' μέλ. <i>κνήσω</i>, ([[κνάω]]) μεταγεν. [[τύπος]] του [[κνάω]], ξύνω, [[γαργαλώ]] γρατσουνίζω — Παθ., φαγουρώνομαι, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κνήθω:''' μέλ. <i>κνήσω</i>, ([[κνάω]]) μεταγεν. [[τύπος]] του [[κνάω]], ξύνω, [[γαργαλώ]] γρατσουνίζω — Παθ., φαγουρώνομαι, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elnl
|elnltext=κνήθω [κνάω] krabben:; οὐδ ’ ὅσσον κνήσασθαι τὸ οὖς... σχολὴν διάγων hij heeft niet eens genoeg tijd om aan zijn oor te krabben Luc. 29.1; overdr.: κνηθόμενοι τὴν ἀκοήν terwijl hun oren gestreeld worden NT 2 Tim. 4.3.
}}
}}