συνεξαίρω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεξαίρω:''' [[βοηθώ]] στην ύψωση — Παθ., μτχ. αορ. αʹ, <i>συνεξαρθείς</i>, αυτός που υψώθηκε συγχρόνως, σε Πλούτ.· αυτός που εξαίρεται, επαινείται συγχρόνως, σε Λουκ.
|lsmtext='''συνεξαίρω:''' [[βοηθώ]] στην ύψωση — Παθ., μτχ. αορ. αʹ, <i>συνεξαρθείς</i>, αυτός που υψώθηκε συγχρόνως, σε Πλούτ.· αυτός που εξαίρεται, επαινείται συγχρόνως, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-εξαίρω samen optillen; pass.. συνεξαρθεὶς ὑπὸ τῶν συνθεόντων met vereende krachten opgetild (op een podium) door degenen die met hem mee waren gerend Plut. Ant. 12.3. overdr. helpen verheffen; Plut. Per. 4.6; tegelijk (met...) op een hoger plan brengen, met dat.; pass.. δοκεῖ συνεξαίρεσθαι οἴκου πολυτελείᾳ ἡ τοῦ λέγοντος γνώμη de mening van de spreker leek tot hetzelfde niveau te stijgen als de luxe van zijn huis Luc. 10.4.
}}
}}